- παραλογον
- παράλογονπαρά-λογοντό непредвиденное обстоятельство, неожиданность
(τὰ παράλογα τῆς τύχης Diod.)
τὰ παράλογα Xen. — добавочные порции (у спартанцев)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(τὰ παράλογα τῆς τύχης Diod.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
παράλογον — παράλογος beyond calculation masc/fem acc sg παράλογος beyond calculation neut nom/voc/acc sg παράλογος beyond calculation masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παράλογος — η, ο, ΝΑ αυτός που λέγεται ή γίνεται αντίθετα με τον ορθό λόγο, έξω από τους κανόνες τής λογικής, άλογος («παράλογες αξιώσεις») 2. αυτός που υπάρχει ή συμβαίνει όταν και όπως δεν τόν περιμένει κανείς, απροσδόκητος, ανέλπιστος («τὰς αἰφνιδίους καὶ … Dictionary of Greek
προδιαγιγνώσκω — Α 1. κατανοώ, αντιλαμβάνομαι, συναισθάνομαι κάτι εκ τών προτέρων («τοῡ δὲ πολέμου τὸν παράλογον ὅσος ἐστί, πρὶν ἐν αὐτῷ γενέσθαι προδιάγνωτε», Θουκ.) 2. αποφασίζω, καθορίζω κάτι από πριν («ἅ σφεῑς προδιαγνόντες παραινοῡσιν», Θουκ.) 3. φρ. «μηδὲν… … Dictionary of Greek